- αιδεσιμότατος
- οπροσφώνηση σε έγγαμο ιερέα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αιδέσιμος — Ο σεβάσμιος, ο έντιμος, ο σεμνός. 0 Παυσανίας (Λακων. 5,6) αποκαλεί το ιερό της Αθηνάς Αλέας στην Τεγέα Πελοποννησέοις πάσιν αιδέσιμον. Το επίθετο α. χρησιμοποιείται επίσης και για ανθρώπους προχωρημένης ηλικίας ή κατόχους υψηλού αξιώματος «ήγετο … Dictionary of Greek
Φεκ, Ρόμπερ — (Feke, Όιστερ Μέι, Λογκ ‘Αιλαντ 1706 – Δυτικές Ινδίες 1750). Αμερικανός ζωγράφος. Αυτοδίδακτος, υπήρξε ένας από τους καλύτερους Αμερικανούς προσωπογράφους με τυπικό αποικιακό στιλ. Από τους πίνακές του ξεχωρίζουν: Ο Ισάκ Ρόαγιαλ και η οικογένειά… … Dictionary of Greek